- ἐρᾶσθαι
- ἐράομαιlovepres inf mpἐράω 1lovepres inf mpἐράω 1lovepres inf passἐράω 2pour forthpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔρασθαι — ἔραμαι love pres inf mp ἔρᾱσθαι , ἐράομαι love pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek